- ἐπεκέλευσα
- ἐπικελεύωexhortaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικελεύω — ἐπικελεύω (Α) ενθαρρύνω, παροτρύνω, προτρέπω (α. «ἐγὼ δ’ ἐπεκέλευσά σοι», Ευρ. β. «καὶ ὁ ἐπικελεύσας τὸν μὴ διανοούμενον», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κελεύω «παρακινώ, προτρέπω»] … Dictionary of Greek